Μανδραγόρας, αλάνθρωπος, αρκάνθρωπος, μανδραγούδα, αβγουδάτσα
μεγαλοβοτάνι, ελεούσα, πεθαμός και η αγγλική ονομασία mandrake
Είναι πόας με κοντό βλαστό ύψος 10-25 εκ. με παράριζο ρόδακα από μεγάλα, ωοειδή φύλλα. Τα άνθη του είναι κωνοειδή, λευκοπράσινα, ιώδη, μοβ ή πορφυρόχρωμα. Ο μανδραγόρας χαρακτηρίζεται κυρίως από τη μεγάλη σαρκώδη ρίζα του, η οποία μπορεί να φτάσει το 1 μ. μέσα στο έδαφος και συχνά μοιάζει με ανθρωπόμορφο ξόανο- και αυτό συνετέλεσε στη δημιουργία σχετικών παραδόσεων και μύθων. Οι καρποί του μοιάζουν με μήλα εξού και η ονομασία αντίμηλον, κατά τον Διοσκουρίδη. Ανθίζει από τον Δεκέμβριο μέχρι τον Απρίλιο.
Ο μανδραγόρας ανήκει στα είδη πολυετών ποωδών φυτών με τοξικές και φαρμακευτικές ιδιότητες. Είναι ιθαγενές φυτό των παραμεσογείων περιοχών με ευρεία εξάπλωση στην Ευρώπη και στην Ασία. Φύεται σε υψόμετρο έως 650 μ σε μεγάλο εύρος ενδιαιτημάτων, κατά μήκος δρόμων, σε χέρσα εδάφη και σπανιότερα σε αμμώδεις παραλίες.
Στην αρχαιότητα η Παλαιστίνη θεωρούνταν πατρίδα του μανδραγόρα, ενώ αναφορά στο φυτό γίνεται και στην Ιερά Βίβλο στην Γένεσιν και στο Άσμα των ασμάτων. Στην Παλαιά Διαθήκη γίνεται αναφορά στους καρπούς του, που όταν φαγωθούν λύνουν τη στείρωση. Οι Αιγύπτιοι απεικονίζουν τον μανδραγόρα σε ανάγλυφες διακοσμήσεις.
Μέσω ευφάνταστων μύθων καταδεικνύονται οι ναρκωτικές του ιδιότητες και στους παπύρους Koller, Ebers, Hearst αναγράφονται συνταγές με τη χρήση του «ανθρωπόμορφου» μανδραγόρα.
Ο Ιπποκράτης γνωρίζει την ναρκωτική ενέργεια του μανδραγόρα και στο έργο του «Περί τόπων των κατά άνθρωπον», σημειώνει: «Στα πρόσωπα που κατέχονται από θλίψη, που πάσχουν από μελαγχολία και θέλουν να αυτοχειρισθούν, να κρεμασθούν, να τους δίνετε το πρωί ποτό από ρίζα μανδραγόρα, σε μικρή δόση ώστε να μην προκαλέσει παραλήρημα».Ο Ιπποκράτης, χωρίς να περιγράφει τον μανδραγόρα, τον συνιστά ανάμεσα στα άλλα ως και ως οινικό κατέργασμα για αντιπυρετικό. Τον αναφέρει στα βιβλία του “Περὶ Συρίγγων”, “Τόπων”, “Γυναικείων τò Πρῶτον”.
Αναφορές στο φυτό απαντώνται στον Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Ξενοφώντα, τον Δημοσθένη και άλλους.
Ο Θεόφραστος αναφέρει τον «άρενα» και τον «θήλυ» και τον συνιστά για τα οιδήματα, την ποδάγρα, τα έλκη.
Με τον Διοσκουρίδη η φήμη του μανδραγόρα εξαπλώνεται ενώ ο ίδιος αναφερόμενος στον αρσενικό και θηλυκό, παραθέτει και οδηγίες για τον τρόπο εκρίζωσης και εκχυλίσεως του φυτού, για το οποίο χρησιμοποιεί και τις ονομασίες βομβόχυλον, κιρκαίον, αντίμηλο, αντίμιμον. Τον συνιστά για ως υπνωτικό, αναισθητικό, εμμηναγωγό, κατά των οιδημάτων.. στον (τόμ. Δ. 75), ο οποίος συνιστά και συγκεκριμένη δοσολογία για την πρόκληση ληθάργου σε εκείνους που πρόκειται να υποβληθούν σε εγχείρηση ή καυτηρίαση.
Στα φύλλα και κυρίως στο ρίζωμα υπάρχουν πολλά δραστικά αλκαλοειδή (ατροπίνη, σκοπολαμίνη και τα παράγωγά τους).
Εξ αιτίας των αντιχολινεργικών αλκαλοειδών ατροπίνη και σκοπολαμίνη, ο μανδραγόρας είναι τοξικό φυτό, το οποίο προκαλεί από το κεντρικό νευρικό σύστημα αρχικά διέγερση με συγχυτικά φαινόμενα και παραλήρημα και κατόπιν καταστολή και ύπνο. Από το κυκλοφορικό σύστημα προκαλεί έντονη ταχυκαρδία.
Φαρμακευτικές μορφές
Παλαιότερα είχε χρησιμοποιηθεί το ρίζωμα.
Φαρμακολογικές και θεραπευτικές εφαρμογές
Η σύγχρονη ιατρική δεν έχει καμία θεραπευτική εφαρμογή για τον μανδραγόρα. Στο παρελθόν, είχε χρησιμοποιηθεί ως αναισθητικό φάρμακο για τη διενέργεια χειρουργικών επεμβάσεων. Κατά την αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα, ο μανδραγόρας ήταν δημοφιλής ως «μαγικό» φυτό και ως μέσο ηθελημένων δηλητηριάσεων.
Τρόπος επεξεργασίας του φαρμακευτικού βοτάνου
Η χρήση στο παρελθόν αφορούσε τη αποξηραμένη ρίζα.
Ανεπιθύμητες ενέργειες
Ο μανδραγόρας προκαλεί ξηροστομία, εμετό, θολή όραση, διαστολή της κόρης (μυδρίαση), δυσκολία στην ούρηση, ζάλη, πονοκέφαλο, ερυθρότητα του προσώπου, ταχυκαρδία, υπερδιέγερση με παραισθήσεις και, σε μεγάλες δόσεις, θάνατο.